έγκριση

έγκριση
(Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε χωρίς πληρεξούσιο τις καθιστά ισχυρές. Πάντως, η αναδρομικότητα της έ. δεν επηρεάζει τα δικαιώματα των τρίτων που τυχόν αποκτήθηκαν πριν από αυτή. Για την εγκυρότητα της έ. δεν απαιτείται να τηρηθεί ο τύπος της δικαιοπραξίας που εγκρίνεται, αλλά αρκεί ρητή ή και σιωπηρή (εφόσον δεν προβλέπεται το αντίθετο) μονομερής δήλωση προς ένα από τα μέρη της δικαιοπραξίας. Αυτό είναι ένα από τα αμφισβητούμενα νομικά θέματα. Η νομολογία φαίνεται ότι δέχεται την άποψη της άτυπης έ. και όταν η δικαιοπραξία που την αφορά υποβάλλεται σε ορισμένο τύπο. Η έ. μπορεί να δοθεί υπό ορισμένες συνθήκες και από τους κληρονόμους. Συγγενής προς την έ. είναι ο θεσμός της συναίνεσης, στην περίπτωση της οποίας η συγκατάθεση δίδεται πριν ή κατά την πραγματοποίηση της δικαιοπραξίας. Είναι και αυτή άτυπη κατ’ αρχήν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά ή η τήρηση του τύπου συνάγεται από τον σκοπό της σχετικής διάταξης. Η συναίνεση μπορεί να ανακληθεί έως ότου συντελεστεί η δικαιοπραξία, αλλά η ανάκληση αποκλείεται, όταν αυτό συνάγεται από την ίδια τη συναίνεση (παραίτηση από την ανάκληση) ή από τη φύση της έννομης σχέσης (π.χ. δεν ανακαλείται η συναίνεση που δόθηκε μπροστά σε δικαστήριο). Ο όρος έ. χρησιμοποιείται επίσης στο δημόσιο δίκαιο (έ. σύστασης ιδρύματος, δημοσίου έργου κλπ.).
* * *
η (AM ἔγκρισις)
επιδοκιμασία, επικύρωση («ενήργησε μετά από έγκριση τών αρμοδίων»)
νεοελλ.
έγγραφο με το οποίο ανακοινώνεται ότι εγκρίνεται κάτι
αρχ.
1. (για αθλητές) εξέταση, παραδοχή με εκλογή
2. το σημείο όπου ενώνεται ο μηρός με τον γλουτό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έγκριση — η 1. επιδοκιμασία, επικύρωση. 2. έγγραφο εγκριτικό: Ήρθε η έγκριση από το υπουργείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… …   Dictionary of Greek

  • πειρατεία — Ληστρική πράξη που συνίσταται στην επίθεση εναντίον πλοίων με σκοπό τη λεηλασία τους. Οι αρχές της π. είναι πανάρχαιες. Φοίνικες πειρατές αναφέρονται από τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ ασσυριακές επιγραφές του 8ου και 7ου αι. π.Χ. πληροφορούν για… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο — Άμεσα εκλεγμένο κοινοβουλευτικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.), από το 1979. Αποτελείται από 626 μέλη που κατανέμονται σύμφωνα με τη συνθήκη: Γερμανία 93, Γαλλία 87, Ιταλία 87, Μεγάλη Βρετανία 87, Ισπανία 64, Ολλανδία 31, Βέλγιο 25, Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • δημοψήφισμα — Όρος που υποδηλώνει δύο αρκετά διαφορετικές έννοιες. Σύμφωνα με την πρώτη, δ. είναι ο θεσμός με τον οποίο το εκλογικό σώμα καλείται να αποφασίσει, με άμεσο τρόπο, για τη χρησιμότητα ορισμένων νομοθετικών ή συνταγματικών πράξεων. Όπως προκύπτει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”